Το Γεράκι της Μάλτας/ The Maltese Falcon (1941) του John Huston
Σκηνοθεσία: Τζον Χιούστον. Σενάριο: Τζον Χιούστον, από μυθ. του Ντάσιελ Χάμετ. Ηθοποιοί: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Μέρι Αστορ, Πίτερ Λόρε, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, Αλάισα Κουκ Τζούνιορ, Γουόρντ Μποντ. 101'
*****
Θεωρώντας το
1941 τη μεγάλη στιγμή του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ ο Orson Welles έλαβε
εύσημα επαναπροσδιορίζοντας στην οπτική γλώσσα την ιστορία του «Citizen Kane»,
ο John Huston κάνει το μνημειώδες «The Maltese falcon». Χειρίζεται με
στιβαρότητα το φως και τη σκιά, χρησιμοποιεί δραστικά την κάμερα και τις οπτικές
γωνίες, εισάγει τον Bogard, ως φιγούρα του ντετέκτιβ, προσδιορίζει, με κλασικό
τρόπο, το φιλμ νουάρ.
Η φιγούρα που φέρνει το σοβαρό ύφος, τη διαβολική
ματιά, τα μετρημένα λόγια, τη λαμπρότητα της δράσης που υπόσχεται κάτι να
γίνει, όλα αυτά ήταν ασυνήθιστα για εκείνη την εποχή. Ουσιαστικά το εγχείρημα
του Huston ήταν ένα πείραμα: μπορεί όλο αυτό το οικοδόμημα να κατέρρεε και να
μην μπορούσε να αποδοθεί η αίσθηση του μυστηρίου στην οθόνη όπως έβγαινε απ’τις
σελίδες των αστυνομικών μυθιστορημάτων και εγγράφονταν στο φαντασιακό των
αναγνωστών;
Πέτυχε. Η δράση μετρημένη, το άγχος του τι θα γίνει,
χωρίς να πηγαίνει προς το θρίλερ, η κάμερα που μπαίνει μέσα στο χώρο του
υποκόσμου, χωρίς να συστηθεί βλέπει και καταγράφει τα πράγματα όπως είναι,
χωρίς να ωραιοποιεί, με την απουσία της ανούσιας καταγγελίας.
Το φιλμ νουάρ μεταφέρθηκε απ’τις σελίδες των βιβλίων
στα καρέ της οθόνης και έμεινε. Η κάθε σκηνή είναι γυρισμένη σα να είναι η πιο
σημαντική, κάθε σκηνή μετράει. Ο Huston μετράει τους κώδικές του και φτιάχνει
το αριστούργημά του που δεν έχει χάσει ακόμα την αίγλη του κλασικού.
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ) και η
μυστηριώδης γυναίκα (Μέρι Αστορ) που ψάχνουν το ίδιο «Γεράκι της Μάλτας» στην
ταινία του Τζον Χιούστον Ο σκληροτράχηλος ιδιωτικός ντετέκτιβ του βιβλίου του
Ντάσιελ Χάμετ προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας του συνεργάτη του,
για να μπλέξει στο επικίνδυνο κυνηγητό ενός γερακιού των ιπποτών της Μάλτας.
Συναρπαστικό, σφιχτοδεμένο, ατμοσφαιρικό φιλμ νουάρ, με έξοχες ερμηνείες.
Το πρώτο μεγάλο αριστούργημα του
φιλμ νουάρ, βασισμένο στο κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ,
παραμένει το ίδιο μυστηριώδες, αινιγματικό και πάντα συναρπαστικό όπως και όταν
πρωτοεμφανίστηκε. Κι αυτό τόσο χάρη στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Τζον
Χιούστον όσο και στις έξοχες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, με επικεφαλής την
ανεπανάληπτη ερμηνεία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο ρόλο του σκληροτράχηλου
ιδιωτικού ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ. Με τον Χιούστον να φτιάχνει στο πρόσωπο του
Σπέιντ έναν ήρωα συγγενικό με πολλούς από τους ήρωες των κατοπινών ταινιών του.
Η πλοκή, αρκετά πιστή στο βιβλίο του Χάμετ, αφηγείται την ιστορία ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που, μετά τη δολοφονία του συνεργάτη του, αναζητεί ένα χαμένο από τους μεσαιωνικούς χρόνους «γεράκι», το οποίο αναζητούν επίσης μια μυστηριώδης γυναίκα (Μέρι Αστορ) και δύο επικίνδυνοι, με ομοφυλοφιλικές τάσεις άντρες (Πίτερ Λόρε, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ).
Όταν ο Χιούστον σκηνοθέτησε την πρώτη του αυτή ταινία, το βιβλίο του Χάμετ είχε ήδη μεταφερθεί στην οθόνη δύο φορές, το 1931 και το 1936 (τη δεύτερη μάλιστα φορά με την Μπέτι Ντέιβις), και τις δύο φορές, όμως, δοσμένο ως ένα απλό θρίλερ, στο οποίο κυριαρχούσε μια φωτεινή βασικά ατμόσφαιρα. Χρειάστηκε να φτάσουμε στην ταινία του Χιούστον, με τη σκηνοθεσία του να αποκτά τη ρεαλιστική, μαύρη ατμόσφαιρα του βιβλίου, με τους μισοσκότεινους, επικίνδυνους δρόμους, τα παράνομα καταγώγια και τα μισοφωτισμένα μπαρ, τις μοιραίες γυναίκες, αλλά και με πρόσωπα που συχνά ισορροπούν επικίνδυνα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, με τη ξεχωριστή δουλειά στους φωτισμούς και τις φωτοσκιάσεις, με τη βοήθεια της εξαιρετικής, ατμοσφαιρικής μαυρόασπρης φωτογραφίας του Χάρι Ιντεσον. Και είναι χάρη στην επιτυχία της ταινίας του Χιούστον που σκηνοθέτες όπως οι Χάουορντ Χοκς, Αλφρεντ Χίτσκοκ, Ορσον Γουέλς, Νίκολας Ρέι και αρκετοί άλλοι, θα ακολουθήσουν με δικά τους, συχνά το ίδιο εξαιρετικά, φιλμ νουάρ.
Η πλοκή, αρκετά πιστή στο βιβλίο του Χάμετ, αφηγείται την ιστορία ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που, μετά τη δολοφονία του συνεργάτη του, αναζητεί ένα χαμένο από τους μεσαιωνικούς χρόνους «γεράκι», το οποίο αναζητούν επίσης μια μυστηριώδης γυναίκα (Μέρι Αστορ) και δύο επικίνδυνοι, με ομοφυλοφιλικές τάσεις άντρες (Πίτερ Λόρε, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ).
Όταν ο Χιούστον σκηνοθέτησε την πρώτη του αυτή ταινία, το βιβλίο του Χάμετ είχε ήδη μεταφερθεί στην οθόνη δύο φορές, το 1931 και το 1936 (τη δεύτερη μάλιστα φορά με την Μπέτι Ντέιβις), και τις δύο φορές, όμως, δοσμένο ως ένα απλό θρίλερ, στο οποίο κυριαρχούσε μια φωτεινή βασικά ατμόσφαιρα. Χρειάστηκε να φτάσουμε στην ταινία του Χιούστον, με τη σκηνοθεσία του να αποκτά τη ρεαλιστική, μαύρη ατμόσφαιρα του βιβλίου, με τους μισοσκότεινους, επικίνδυνους δρόμους, τα παράνομα καταγώγια και τα μισοφωτισμένα μπαρ, τις μοιραίες γυναίκες, αλλά και με πρόσωπα που συχνά ισορροπούν επικίνδυνα ανάμεσα στο καλό και στο κακό, με τη ξεχωριστή δουλειά στους φωτισμούς και τις φωτοσκιάσεις, με τη βοήθεια της εξαιρετικής, ατμοσφαιρικής μαυρόασπρης φωτογραφίας του Χάρι Ιντεσον. Και είναι χάρη στην επιτυχία της ταινίας του Χιούστον που σκηνοθέτες όπως οι Χάουορντ Χοκς, Αλφρεντ Χίτσκοκ, Ορσον Γουέλς, Νίκολας Ρέι και αρκετοί άλλοι, θα ακολουθήσουν με δικά τους, συχνά το ίδιο εξαιρετικά, φιλμ νουάρ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου